komercaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- komercaĵo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komercaĵo | komercaĵoj |
αιτιατική | komercaĵon | komercaĵojn |
komercaĵo (eo)
- το εμπόρευμα