kompato
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kompato | kompatoj |
αιτιατική | kompaton | kompatojn |
kompato (eo)
- η συμπόνια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kompato | kompatoj |
αιτιατική | kompaton | kompatojn |
kompato (eo)