Μετάβαση στο περιεχόμενο

kompetente

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kompetente < kompetent- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

kompetente (eo)

li kompetente respondis a la demandoj, απάντησε στις ερωτήσεις δείχνοντας αρμοδιότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]