kompetento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kompetento < kompetent- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kompetento | kompetentoj |
αιτιατική | kompetenton | kompetentojn |
kompetento (eo)
- ο αρμόδιος