komt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

komt (nl)

  1. 2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος kommen
  2. 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος kommen