komutistino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komutistino | komutistinoj |
αιτιατική | komutistinon | komutistinojn |
komutistino (eo)
- η τηλεφωνήτρια, η υπάλληλος ενός τηλεφωνικού κέντρου