koncerto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koncerto | koncertoj |
αιτιατική | koncerton | koncertojn |
koncerto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | koncerto | koncertoj |
αιτιατική | koncerton | koncertojn |
koncerto (eo)