kondiĉo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kondiĉo < kondiĉ + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kondiĉo kondiĉoj
αιτιατική kondiĉon kondiĉojn

kondiĉo (eo)

la ekonomiaj kondiĉoj - οι οικονομικές συνθήκες