kondicionalo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- kondicionalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kondicionalo | kondicionaloj |
αιτιατική | kondicionalon | kondicionalojn |
kondicionalo (eo)
- η υποθετική (φωνή)