kondolencje

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kondolencje < γερμανική Kondolenz

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kondolencje (pl) αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό