kondomo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kondomo | kondomoj |
αιτιατική | kondomon | kondomojn |
kondomo (eo)
- το προφυλακτικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kondomo | kondomoj |
αιτιατική | kondomon | kondomojn |
kondomo (eo)