Μετάβαση στο περιεχόμενο

konec

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

konec < πρωτοσλαβική, δείτε επίσης στα πολωνικά koniec και στα ρωσικά конец

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

konec (cs) αρσενικό

  1. το τέλος
      konec světa - το τέλος του κόσμου