konfiskata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

konfiskata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος konfiski

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

konfiskata (pl) θηλυκό