konformiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

konformiĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα konformiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας konformiĝas konformiĝanta konformiĝata
αόριστος konformiĝis konformiĝinta konformiĝita
μέλλοντας konformiĝos konformiĝonta konformiĝota
υποθετική konformiĝus - -
προστακτική konformiĝu - -

konformiĝi (eo)