konkeri

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

konkeri < αγγλική to conquer

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /konˈke.ɾi/

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα konkeri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας konkeras konkeranta konkerata
αόριστος konkeris konkerinta konkerita
μέλλοντας konkeros konkeronta konkerota
υποθετική konkerus - -
προστακτική konkeru - -

konkeri (eo)

  • κατακτώ
    Amo ĉion konkeras.
    Έρως ανίκατε μάχαν.