konklawe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃ŋˈklavɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
konklawe (pl) ουδέτερο άκλιτο
- το κονκλάβιο
konklawe (pl) ουδέτερο άκλιτο