konkurenco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konkurenco | konkurencoj |
αιτιατική | konkurencon | konkurencojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- konkurenco < konkurenc- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
konkurenco (eo)
Ίντο (io)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
konkurenco | konkurenci |