konservativa
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- konservativa < konservativ + -a
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konservativa | konservativaj |
αιτιατική | konservativan | konservativajn |
konservativa (eo)