konstruaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstruaĵo | konstruaĵoj |
αιτιατική | konstruaĵon | konstruaĵojn |
konstruaĵo (eo)
- ne restas plu la antikva konstruaĵo - δεν υφίσταται πια το αρχαίο κτίσμα