konsumi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ρήμα konsumi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας konsumas konsumanta konsumata
αόριστος konsumis konsuminta konsumita
μέλλοντας konsumos konsumonta konsumota
υποθετική konsumus - -
προστακτική konsumu - -

konsumi (eo)

  1. καταναλώνω
  2. φθείρω