koperta okienkowa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
koperta okienkowa (pl) < από τις λέξεις okienkowy (pl) και koperta (pl)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
koperta okienkowa (pl) θηλυκό
- ο φάκελος με παράθυρο