korligiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

korligiĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα korligiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας korligiĝas korligiĝanta korligiĝata
αόριστος korligiĝis korligiĝinta korligiĝita
μέλλοντας korligiĝos korligiĝonta korligiĝota
υποθετική korligiĝus - -
προστακτική korligiĝu - -

korligiĝi (eo)