korpa
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korpa | korpaj |
αιτιατική | korpan | korpajn |
korpa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korpa | korpaj |
αιτιατική | korpan | korpajn |
korpa (eo)