koszykarka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική koszykarka koszykarki
γενική koszykarki koszykarek
δοτική koszykarce koszykarkom
αιτιατική koszykarkę koszykarki
οργανική koszykarką koszykarkami
τοπική koszykarce koszykarkach
κλητική koszykarko koszykarki

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

koszykarka (pl) θηλυκό

  1. η καλαθοσφαιρίστρια, η μπασκετμπολίστρια
  2. η καλαθοποιός

Συγγενικά

[επεξεργασία]