kotek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kotek < υποκοριστικό του kot
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kotek (pl) αρσενικό
- (υποκοριστικό) μικρή γάτα, γατάκι, γατούλα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
kotek (pl)
- kotka στη γενική του πληθυντικού