kotizo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kotizo | kotizoj |
αιτιατική | kotizon | kotizojn |
kotizo (eo)
- η συνδρομή (σε περιοδικό, εφημερίδα, κττ)