krótkowzroczność
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
krótkowzroczność (pl) θηλυκό
krótkowzroczność (pl) θηλυκό