kraan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λιμβουργιανά (li)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kraan (li)
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kraan (nl)
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kraan (fi)