kraan
Εμφάνιση
Λιμβουργιανά (li)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kraan (li)
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kraan (nl)
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kraan (fi)