Μετάβαση στο περιεχόμενο

kraft

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Γερμανική λέξη που σημαίνει δύναμη.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
kraft krafts

kraft (fr) αρσενικό

Papier kraft : χαρτί (ισχυρό) περιτυλίγματος