kravato
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kravato | kravatoj |
αιτιατική | kravaton | kravatojn |
kravato (eo)
- η γραβάτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kravato | kravatoj |
αιτιατική | kravaton | kravatojn |
kravato (eo)