kreskigi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kreskigi < kresk- + -ig- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα kreskigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας kreskigas kreskiganta kreskigata
αόριστος kreskigis kreskiginta kreskigita
μέλλοντας kreskigos kreskigonta kreskigota
υποθετική kreskigus - -
προστακτική kreskigu - -

kreskigi (eo)

  1. αυξάνω κάτι
    la opoziciaj partioj kreskigis sian premon al la registaro
    τα κόμματα της αντιπολίτευσης αύξησαν την πίεσή τους πάνω στην κυβέρνηση