Μετάβαση στο περιεχόμενο

kriatura

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
kriatura kriaturas

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɾiɑˈtuɾɑ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kriatura θηλυκό

  • το παιδί
      Todas las kriaturas djugavan en las kayes. - Όλα τα παιδιά έπαιξαν στους δρόμους.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]