kriatura
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εβραιοϊσπανικά (lad)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kriatura | kriaturas |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kriatura θηλυκό
- το παιδί
- ↪ Todas las kriaturas djugavan en las kayes. - Όλα τα παιδιά έπαιξαν στους δρόμους.