kritiko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kritiko | kritikoj |
αιτιατική | kritikon | kritikojn |
kritiko (eo)
- η κριτική
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kritiko | kritikoj |
αιτιατική | kritikon | kritikojn |
kritiko (eo)