kromsalajro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kromsalajro | kromsalajroj |
αιτιατική | kromsalajron | kromsalajrojn |
kromsalajro (eo)
- η αποζημίωση
- το επίδομα