kroon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσθονικά (et)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kroon (et)
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kroon (nl) θηλυκό
kroon (et)
kroon (nl) θηλυκό