kroumir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kʁu.miʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
kroumir kroumirs

kroumir (fr) αρσενικό

  1. τιποτένιος άνθρωπος
  2. κάλτσα από κατεργασμένη προβειά, που φοριέται μέσα στις μπότες

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Les vieux kroumirs. Οι παλιοί, οι γέροι.