krucmilito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krucmilito | krucmilitoj |
αιτιατική | krucmiliton | krucmilitojn |
krucmilito (eo)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- krucista milito
- krucista ekspedicio
- (παρωχημένο) kruciato