księgarnia
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | księgarnia | księgarnie |
γενική | księgarni | księgarń |
δοτική | księgarni | księgarniom |
αιτιατική | księgarnię | księgarnie |
οργανική | księgarnią | księgarniami |
τοπική | księgarni | księgarniach |
κλητική | księgarnio | księgarnie |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- księgarnia < księga
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]księgarnia (pl) θηλυκό