kształt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kształt < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gestalt

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kʃtawt/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kształt (pl) αρσενικό

  • το σχήμα (η εξωτερική μορφή ενός αντικειμένου)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • γράφεται με "sz" και όχι με "rz" όπως είναι ο κανόνας όταν προηγείται σύμφωνο (ανήκει στις εξαιρέσεις)