kuŝiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kuŝiĝi < kuŝ- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα kuŝiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας kuŝiĝas kuŝiĝanta kuŝiĝata
αόριστος kuŝiĝis kuŝiĝinta kuŝiĝita
μέλλοντας kuŝiĝos kuŝiĝonta kuŝiĝota
υποθετική kuŝiĝus - -
προστακτική kuŝiĝu - -

kuŝiĝi (eo)