kulpo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kulpo | kulpoj |
αιτιατική | kulpon | kulpojn |
kulpo (eo)
- το (ηθικό) λάθος
- ne helpi lin estus kulpo - το να μην τον βοηθήσουμε θα ήταν λάθος