kuniklokavo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuniklokavo | kuniklokavoj |
αιτιατική | kuniklokavon | kuniklokavojn |
kuniklokavo (eo)
- ο κουνελότοπος, το λαγούμι