kupa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kupa (pl) θηλυκό

  1. (στην παιδική γλώσσα) κακά
  2. (οικείο) η στοίβα, ο σωρός