kuracisto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuracisto | kuracistoj |
αιτιατική | kuraciston | kuracistojn |
kuracisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuracisto | kuracistoj |
αιτιατική | kuraciston | kuracistojn |
kuracisto (eo)