kurteno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kurteno | kurtenoj |
αιτιατική | kurtenon | kurtenojn |
kurteno (eo)
- la fera kurteno, το σιδηρούν παραπέτασμα