kutimiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα kutimiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | kutimiĝas | kutimiĝanta | kutimiĝata |
αόριστος | kutimiĝis | kutimiĝinta | kutimiĝita |
μέλλοντας | kutimiĝos | kutimiĝonta | kutimiĝota |
υποθετική | kutimiĝus | - | - |
προστακτική | kutimiĝu | - | - |
kutimiĝi (eo)
- συνηθίζω σε κάτι