kutimo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kutimo | kutimoj |
αιτιατική | kutimon | kutimojn |
kutimo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kutimo | kutimoj |
αιτιατική | kutimon | kutimojn |
kutimo (eo)