kvanto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvanto | kvantoj |
αιτιατική | kvanton | kvantojn |
kvanto (eo)
- η ποσότητα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvanto | kvantoj |
αιτιατική | kvanton | kvantojn |
kvanto (eo)