kvara
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvara | kvaraj |
αιτιατική | kvaran | kvarajn |
kvara (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvara | kvaraj |
αιτιατική | kvaran | kvarajn |
kvara (eo)