kverelo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kverelo < γαλλική querelle
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kverelo | kvereloj |
αιτιατική | kverelon | kverelojn |
kverelo (eo)
- ο καβγάς